Перевод: с немецкого на все языки
ἐμοὶ τὰ δείν' ἐπηπείλησ' ἔπη
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
επαπειλώ — (AM ἐπαπειλῶ, έω) επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ ἐμοὶ τὰ δείν ἐπηπείλησ ἔπη», Σοφ.) νεοελλ. απρόσ. επαπειλείται επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος αρχ. 1. απλώς απειλώ, φοβερίζω 2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω… … Dictionary of Greek